-
1 поезд
η αμαξοστοιχία, ο (σιδηροδρομικός) συρμόςразг. το τρένο (ξεν.)санитарный - υγειονομική -, νοσοκομειακή -товарный - το φορτηγό τρένο, η εμπορική αμαξοστοιχία (για μεταφορά ζώωνκαυσίμων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поезд